- ἀποξηραίνονται
- ἀποξηραίνωdry uppres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… … Dictionary of Greek
κανθαρίδα — (Lytta vescicatoria). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των μηλοϊδών. Ζει σε πολυάριθμες ομάδες, κατοικώντας κυρίως σε μελιές, κουφοξυλιές και άλλα φυτά, τρεφόμενο από το φύλλωμά τους. Το σώμα του είναι επίμηκες (γύρω στα 20 χιλιοστά) και… … Dictionary of Greek
νιτρία — Βαθύπεδο της Αιγύπτου, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν Ουάντι Νατρούν. Στο βαθύπεδο αυτό υπάρχουν δεκάδες αλμυρές λίμνες, που επικοινωνούν υπόγεια με τον Νείλο και γεμίζουν νερά όταν αυτός πλημμυρίζει, ενώ… … Dictionary of Greek
ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… … Dictionary of Greek
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
ωρίμαση — Το σύνολο των φυσικοχημικών διεργασιών, που παρεμβαίνουν στον μετασχηματισμό της ωοθήκης του άνθους, μετά τη γονιμοποίηση· από το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο παράγονται το έμβρυο, το ενδοσπέρμιο και τα καλύμματα του σπέρματος· από το καρπόφυλλο και … Dictionary of Greek
κανάβι και κάνναβη — (κάνναβις η ήμερος κοινή). Φυτό της οικογένειας των μορεϊδών και κατ’ άλλους των κανναβινιδών (δικοτυλήδονα). Είναι φυτό ποώδες, με όρθιο βλαστό και έχει ύψος γύρω στα 2 μ., απλό ή λίγο διακλαδιζόμενο στο ανώτερο τμήμα. Έχει φύλλα αντίθετα,… … Dictionary of Greek